κατατροπώσῃ

κατατροπώσῃ
κατατροπόω
put to flight
aor subj mid 2nd sg
κατατροπόω
put to flight
aor subj act 3rd sg
κατατροπόω
put to flight
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατατρόπωση — η κατανίκηση: Η κατατρόπωση του Δράμαλη ήταν έργο του Κολοκοτρώνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατατρόπωση — η (Μ κατατρόπωσις) [κατατροπώ] η κατανίκηση και τροπή σε φυγή, η συντριβή …   Dictionary of Greek

  • κατανίκηση — η η πλήρης νίκη, η κατατρόπωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατανικώ. Η λ., στον λόγιο τ. κατανίκησις, μαρτυρείται από το 1878 στον Παν. Κ. Γρατσιάτο] …   Dictionary of Greek

  • τραύμα — (Ιατρ.) Πρόσφατη κάκωση του δέρματος και των υποκείμενων ιστών εξαιτίας μηχανικής βίας σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Eπιφανειακά είναι τα τ. που αφορούν μόνο το δέρμα και τον υποδόριο ιστό, βαθιά ή σύνθετα αυτά που φτάνουν μέχρι τους… …   Dictionary of Greek

  • τροπή — η, ΝΜΑ 1. αλλαγή κατεύθυνσης, γύρισμα, καμπή 2. μεταβολή, μετατροπή, τροποποίηση 3. ηλιοστάσιο 4. μεταστροφή, αλλαγή νεοελλ. 1. γραμμ. μεταβολή ενός φθόγγου σε άλλον («τροπή τού α σε η») 2. μαθημ. μετατροπή μιας μετρικής μονάδας σε άλλην («τροπή… …   Dictionary of Greek

  • Αίγινα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μια από τις 12 κόρες του Ασωπού, μητέρα του Αιακού, πρώτου βασιλιά του νησιού Αίγινα. Άποψη της Παλαιοχώρας στην Αίγινα, μιας περιοχής με εκκλησίες και μοναστήρια, τα περισσότερα κατάλοιπα της εποχής των πειρατικών επιδρομών …   Dictionary of Greek

  • Αντώνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Άγκυρα. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο, μαζί με τους γονείς του Μελάνιππο και Κασίνα, επί Ιουλιανού του Παραβάτη. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Νοεμβρίου. 2. Λιθοτόμος. Τον σκότωσε o… …   Dictionary of Greek

  • Λογγίνος — Όνομα αξιωματούχων της βυζαντινής περιόδου. 1. Σφετεριστής του αυτοκρατορικού θρόνου (; – Αλεξάνδρεια 498). Ήταν αδελφός του αυτοκράτορα του Ζήνωνα (474 491). Μετά τον θάνατο του Ζήνωνα, επειδή αποκλείστηκε από τη διαδοχή εξαιτίας του ακόλαστου… …   Dictionary of Greek

  • Τερσέιρα, Αντώνιος - Ιωσήφ ντε Σούζα, δούκας της- — (Terceira, 1792 – 1860). Πορτογάλος στρατηγός και πολιτικός. Κατά τους ναπολεόντειους πολέμους πήρε μέρος ως αξιωματικός του επιτελείου. Το 1826 διορίστηκε από την αντιβασίλισσα δόνα Ισαβέλα αρχηγός των κατά των οπαδών του δον Μιγκέλ δυνάμεων.… …   Dictionary of Greek

  • κατανίκηση,  η — κατανίκηση,  η,  θριαμβευτική νίκη, κατατρόπωση, κατασύντριψη του εχθρού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”